- связать
- свяжу, свяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. связанный, βρ: -зал, -а, -о ρ.σ.μ.1. δένω•
связать кому руки вервкой δένω κάποιου τα χέρια με τριχιά•
связать свои вещи δένω τα πράγματα μου•
связать в узел δένω κόμπο.
2. συνδέω, ενώνω•связать брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια.
|| μτφ. περιορίζω, περιστέλλω• συγκρατώ•связать инициативу масс περιορίζω την πρωτοβουλία των μαζών•
связать себя словом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο•
меня -ла се-миная жизнь με έδεσε (καθήλωσε) η οικογενειακή ζωή.
3. μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά.4. συσταινω, γνωρίζω, σχετίζω.5. συνδυάζω•личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά.
|| συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα•поездка связана с большими расходами το ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα,
6. τΐλέκω•связать носки πλέκω αντρικές κάλτσες.
7. (χημ.) ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων).εκφρ.связать язык кому – κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)•связать концы с концами – συνταιριάζω, κάνω.να συμφωνήσουν•по рукам и ногам кого ή связать руки кому – δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)•не мочь связать двух слов – δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις.связаться1. δένομαι•акробат -лся хорошо ο ακροβάτης δέθηκε καλά.
2. επικοινωνώ, συνδέομαι•связать по телефону επικοινωνώ με το τηλέφωνο,
3. συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζομαι•не -тесь с ними μη σχετίζεστε με αυτούς.
4. συνδυάζομαι.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.